Την περίοδο αυτή, στη Tate Modern εκτίθενται έργα του ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν. Με αφορμή την επίσκεψη του γράφοντος στην έκθεση αυτή, οι παρακάτω σκέψεις προσπαθούν να φωτίσουν πιθανές «υπόγειες» επιλογές του επιμελητή της έκθεσης και του άνω ιδρύματος τέχνης που την φιλοξενεί.
Οι πίνακες του Γκωγκέν εκτίθενται σε έντεκα αίθουσες. Κάθε αίθουσα φιλοξενεί μια ομάδα πινάκων με την ίδια - σύμφωνα με τα κριτήρια του επιμελητή της έκθεσης - θεματική ενότητα. Σε κάθε αίθουσα, σύντομο κείμενο επεξηγεί την εκάστη επιλεγμένη θεματική ενότητα.
Στα άνω σύντομα επεξηγηματικά κείμενα, ο επισκέπτης βρίσκει πληροφορίες, κυρίως, για την τεχνοτροπία του ζωγράφου, την προσωπική και οικογενειακή ζωή του, την αρνητική στάση του απέναντι στην θρησκεία καθώς και την προτίμησή του στο «εξωτικό» γυναικείο φύλο. Μέχρις εδώ, όλα λογικά ακούγονται. Ποια, λοιπόν, είναι η εικαζόμενη «υπόγεια» επιλογή του επιμελητή της έκθεσης και του οικείου ιδρύματος τέχνης ;
Το «αποσιωπούμενο» στα επεξηγηματικά κείμενα της εν λόγω έκθεσης έγκειται στην απουσία μιας έστω σύντομης, κοινωνιολογικής προσέγγισης των έργων του Γκωγκέν, η οποία (κοινωνιολογική προσέγγιση) να επιχειρεί να συνδέσει τα έργα του ζωγράφου με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα που ο καλλιτέχνης βίωνε κατά τον χρόνο δημιουργίας εκάστου αυτών.
Όπως μας πληροφορούν τα άνω επεξηγηματικά κείμενα, ο Γκωγκέν αρχικά εργάστηκε ως stoke broker και αργότερα υπήρξε επιχειρηματίας. Μάλιστα, γνώρισε από πρώτο χέρι τον σκληρό κόσμο των επιχειρήσεων καθόσον, λόγω των επαγγελματικών αποτυχιών του και της συνακόλουθης οικονομικής δυσπραγίας του, η σύζυγος και τα παιδιά του τον εγκατέλειψαν. Κατόπιν, ο Γκωγκέν, με την σειρά του, εγκατέλειψε τα αστικά κέντρα της Ευρώπης και αναζήτησε έναν πιο ελεύθερο τρόπο ζωής, αρχικά, στην Άρλ, όπου συγκατοίκησε με τον Βαν Γκονγκ, αργότερα δε, στην Πολυνησία και στις νήσους Μαρκησίας. Σημειωτέον ότι ο Γκωγκέν μια μόνο φορά επέστρεψε στην Γαλλία από τότε που εγκαταστάθηκε στους νήσους Μαρκησίας.
Στα κείμενα που επεξηγούν τα έργα της εκάστοτε θεματικής ενότητας, υφίστανται νύξεις (πνιγμένες, ωστόσο, μεταξύ άλλων, διάσπαρτων πληροφοριών) για την αντίθεσή του ζωγράφου στη «μοντέρνα», εμπορευματοποιημένη και χριστιανική Ευρώπη της εποχής του. Ωστόσο, οι νύξεις αυτές δεν επαρκούν ώστε να υποψιάσουν στοιχειωδώς τον μέσο επισκέπτη ότι ο ζωγράφος - πέρα από την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του, για την οποία, άλλωστε, είναι γνωστός στο ευρύ κοινό - με την θεματολογία των έργων του αλλά και τις επιλογές της ζωής του, εμμέσως, πλην σαφώς, απορρίπτει τον αστικό, εμπορευματοποιημένο και χριστιανικό ευρωπαϊκό κόσμο της εποχής του και συνάμα προτείνει ένα άλλον τρόπο ζωής πρωτόγονο, πιο ελεύθερο, πιο φυσικό και, εν τέλει, πιο ανθρώπινο.
Υπ’ αυτήν την ματιά, μπορεί ο μέσος επισκέπτης να εξηγήσει γιατί ο Γκωγκέν εμμένει στις προσωπογραφίες, όσο χρονικό διάστημα ο ζωγράφος ζει και εργάζεται στην ατομοκεντρική, εμπορευματική και χριστιανική Ευρώπη. Ομοίως, μπορεί να εξηγήσει γιατί, όταν ο ζωγράφος εγκαθίσταται σε πρωτόγονες, αλλά πιο συλλογικά οργανωμένες κοινωνίες στην Πολυνησία και στις νήσους Μαρκησίας, στα έργα του κυριαρχούν απεικονίσεις της συλλογικής ζωής των αυτοχθόνων εκεί. Αλλάζει το κοινωνικό πλαίσιο ζωής του ζωγράφου, αλλάζει και η θεματολογία των έργων του. Στην οικεία έκθεση απουσιάζει μια τέτοια προσέγγιση.
Είναι υποχρέωση κάθε αμερόληπτου εικαστικού επιμελητή και ιδρύματος τέχνης, να αναδεικνύουν και την τυχόν υφέρπουσα κοινωνιολογική εκδοχή των έργων του εκάστοτε μεγάλου καλλιτέχνη, πολλώ δε μάλλον όταν αυτά (τα έργα) εκτίθενται αναδρομικά. Μόνο, έτσι, ο μέσος επισκέπτης μπορεί να υποψιαστεί αν το έργο ενός καλλιτέχνη θέτει ερωτήματα που οι απαντήσεις τους πρέπει να αναζητηθούν στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της ζωής του καλλιτέχνη. Διαφορετικά, ο ανυποψίαστος μέσος επισκέπτης αφήνεται να πιστέψει ότι το έργο των μεγάλων καλλιτεχνών δεν έχει κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά, τουναντίον, είναι αποτέλεσμα μόνο αυθαίρετων και τυχαίων προσωπικών επιλογών του καλλιτέχνη. Δεν είναι έτσι. Κάθε καλλιτέχνης, είναι δημιούργημα της εποχής του και, ως τέτοιο, το έργο του δεν μπορεί παρά να φέρει, συνειδητά ή ασυνείδητα, κοινωνικά αποτυπώματα. Αυτά τα κοινωνικά αποτυπώματα λησμονούνται συχνά από τα γνωστά ιδρύματα τέχνης, όπως εν προκειμένω.
Μήπως, όμως, τέτοιες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του έργου μεγάλων καλλιτεχνών δεν είναι ευκταίες στο υπάρχον αστικό πλαίσιο λειτουργίας των σύγχρονων ιδρυμάτων τέχνης ;
Μήπως η απάντηση στο άνω ερώτημα βρίσκεται στον κατάλογο με τους χορηγούς (κυρίως τράπεζες) της άνω έκθεσης στο ισόγειο της Tate Modern ;